- δοκιμάζει
- δοκιμάζωassaypres ind mp 2nd sgδοκιμάζωassaypres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δοκιμάζω — και δικιμάζω (AM δοκιμάζω Μ και δικιμάζω) [δόκιμος] 1. υποβάλλω σε δοκιμή, εξετάζω την ποιότητα ή τη γνησιότητα («δοκιμάζει τα κρασιά», «τοὺς οἴνους δοκιμάζοντες») 2. υποβάλλω σε δοκιμασία για να ελέγξω την ύπαρξη κάποιας ιδιότητας («δοκιμάζει… … Dictionary of Greek
παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… … Dictionary of Greek
προγευστρίς — ίδος, ἡ, Α (ως θηλ. τού προγεύστης) 1. αυτή που δοκιμάζει κάτι από πριν με τη γεύση 2. φρ. «προγευστρὶς ὄσφρησις» η όσφρηση που δοκιμάζει τα εδέσματα προτού να τά δοκιμάσει η γεύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γευστρίς (< γεύομαι + επίθημα τρίς)] … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
άχαρος — (I) η, ο [χάρη] αυτός που δεν έχει χάρη, ο άκομψος, ο άσχημος. (II) η, ο [χαρά ή χαίρομαι] 1. αυτός που δεν δοκιμάζει ή δεν δοκίμασε χαρά, ο δύστυχος 2. όποιος δεν φέρνει χαρά, ο θλιβερός 3. (σε κατάρα) εκείνος που μακάρι να μη νιώσει χαρά … Dictionary of Greek
αγρίεμα — το [αγριεύω] 1. άγρια έκφραση τού προσώπου, βλοσυρότητα 2. εξαγρίωση, οργή που φθάνει στα όρια τής μανίας 3. (με ενεργ. σημ.) άγρια συμπεριφορά, φοβέρα, εκφοβισμός 4. (με παθητ. σημ.) το αίσθημα φόβου που δοκιμάζει κανείς κάτω από ορισμένες… … Dictionary of Greek
αθάμβευτος — η, ο [θαμβεύω] 1. αυτός που δεν θαμπώνεται από κάτι, που δεν δοκιμάζει έκπληξη ή χαρά μπροστά σε κάτι 2. αυτός που δεν θαμπώθηκε, που έμεινε ατάραχος, δίχως έκπληξη ή θαυμασμό … Dictionary of Greek
αθάμβητος — ἀθάμβητος, ον (Α) [θαμβέω] αυτός που δεν δοκιμάζει κατάπληξη … Dictionary of Greek